- εγκατεχω
- ἐγκατέχωἐγ-κατέχωсдерживать, задерживать
(τὸ ψυχρὸν ἐγκατέχεται τῷ ἱματίῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ψυχρὸν ἐγκατέχεται τῷ ἱματίῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εγκατέχω — ἐγκατέχω (Α) περικλείω μέσα μου … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek